Author

admin

Browsing

Βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί από το Τροβάτο στο Τρίδεντρο. Το εκκλησάκι αυτό ανακαινισμένο σε μεγάλη έκταση στις μέρες μας και δυστυχώς αλλοιωμένο εξωτερικά, ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους Σαρακατσάνους, που πήγαιναν να ξεχειμωνιάσουν στην Αιτωλοακαρνανία, για δύο λόγους: Και γιατί ήταν η τελευταία εκκλησία του χωριού τους, καθώς απομακρύνονταν απ’ αυτό, αλλά και γιατί ο Άγιος αυτός θεωρείται ο προστάτης των ποιμένων και των κοπαδιών…

…Πίστευαν  πως ο Αη-Γιώργης, όπως με το στιβαρό του χέρι συνέτριψε τον δράκο, έτσι θα συνέτριβε και κάθε κακό που θα απειλούσε το κοπάδι ή την οικογένειά τους. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τελευταίος Άγιος στον οποίο έκαναν το σταυρό τους φεύγοντας από το χωριό τους για τα χειμαδιά και αυτός ήταν και ο πρώτος  Άγιος που έκαναν το σταυρό τους όταν επέστρεφαν στα βουνά. Για την εκκλησία αυτή, που την αγαπούσαν και την αγαπούν ιδιαίτερα οι Τροβατιανοί, αφηγούνται και το εξής περιστατικό: κάποτε ένας Τροβατιανός γιδάρης, αθεόφοβος, και θρασύς, έβοσκε τα γίδια του καθημερινά στην περιοχή του Άη- Γιώργη.

Το βράδυ όμως χρησιμοποιούσε την εκκλησία για μαντρί και έβαζε τα γίδια μέσα και αυτός κοιμόταν στην αυλή της εκκλησίας. Οι Τροβατιανοί που περνούσαν την ημέρα από κεί και έμπαιναν στο εκκλησάκι ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη χάρη του Αη-Γιώργη, έβλεπαν ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη κακαράντζες. Έλεγαν επανειλημμένα στον γιδάρη, να μην βάζει τα γίδια στην εκκλησία γιατί ήταν αμαρτία. Ο γιδάρης με αναίδεια και θρασύτητα απαντούσε: «και τι κακό κάνουν στον Άγιο; του χαλάν τον ύπνο;» Ένα βράδυ δυό παλικάρια από το Τροβάτο, με πλήρη μυστικότητα, αποφάσισαν να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Κατά τα μεσάνυχτα μιας ασέληνης νύχτας πήγαν στην εκκλησία του Αη –Γιώργη και πλησιάζοντας στον γιδάρη έβαλαν τα σακάκια τους στο κεφάλι, για να είναι απόλυτα βέβαιοι ότι δεν θα
τους αναγνωρίσει, αν τυχόν και δεν κοιμάται, και ακροπατώντας πήγαν στο μέρος που κοιμόταν και με τις κλίτσες τους άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα. Τον χτύπησαν τόσο πολύ που τον άφησαν αναίσθητο και έφυγαν. Το πρωί πήγε ή γυναίκα του γιδάρη να του πάει ψωμί και τον βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά είχε χάσει την λαλιά του από τον φόβο, γιατί τον αιφνιδίασαν και τον χτύπησαν στον ύπνο του. Η γυναίκα του ειδοποίησε  μερικούς χωριανούς και 4 Τροβατιανοί έκαναν ένα πρόχειρο φορείο και τον μετέφεραν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τον άφησαν εκεί για να τον βοηθήσει ο Άγιος Δημήτρης να ξαναβρεί την μιλιά του. Μετά από λίγες μέρες συνήλθε και πήγε στο σπίτι του. Όταν όλοι τον ρωτούσαν τι του συνέβηκε αυτός απαντούσε: «Εγώ έφταιγα. Αμάρτησα που έκανα την εκκλησία γρέκι και έβαζα μέσα τα γίδια κάθε βράδυ. Με τιμώρησε ο Άγιος. Δεν πρόκειται να ξανακάνω τέτοια αμαρτία».  
Από τότε πήρε τα γίδια από κει και κάθε Κυριακή πήγαινε στο εκκλησάκι και προσεύχονταν.

Δυστυχώς σήμερα το παλιό αυτό εκκλησάκι γκρεμίστηκε και στη θέση του αυτό που υπάρχει δεν θυμίζει τίποτε από το παλιό εκκλησάκι του Αγ, Γεωργίου

Βρίσκεται πιο πάνω από το μοναστήρι Της Παναγίας. Το μοναστήρι αυτό δεν αγιογραφήθηκε. Πιθανότατα κτίστηκε περί τα μέσα του 17ου αιώνα σε σχέδιο συνεπτυγμένου αθωνίτικου τύπου.

Η εκκλησία βρίσκεται στην ομώνυμη πλατεία του Απάνω Μαχαλά και περιστοιχίζεται από αιωνόβια πανέμορφα πλατάνια. Φέρει εντοιχισμένη πλάκα με αναγραφή του έτους 1880. ωστόσο πρέπει να υποθέσουμε ότι ο πρώτος ναός των Αγίων Θεοδώρων στην ίδια θέση είχε ιδρυθεί νωρίτερα και το 1880 πιθανότατα ανοικοδομήθηκε και έγινε μεγαλύτερος.

Το δυτικό μέρος του επισκευάστηκε επανειλημμένα με κυριότερη επισκευή αυτή του 1897. στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η εκκλησία αυτή αποτέλεσε για κάποιο χρονικό διάστημα και το σχολείο του χωριού.

Στην εκκλησία αυτή γίνονται εκδηλώσεις στην εορτή των Αγίων Θεοδώρων στις 8 Ιουνίου.

Γράφει ο Παναγιώτης Β. Σαλαγιάννης

(Ιστορία, Παράδοση, Πίστη)

Οι πιστοί ανέκαθεν επικαλούνταν τη μεσιτεία της Παναγίας, γιατί τη θεωρούσαν ιδιαίτερα στοργική και συμπονετική.  Ήταν το στήριγμα, η ελπίδα και η απαντοχή τους και σ’ αυτήν κατέφευγαν για τον πόνο τους, αλλά και για το φόβο του κακού και του θανάτου.  Γι’ αυτό και της απέδωσαν πολλά υμνητικά επίθετα και υμνητικές φράσεις, όπως Παντάνασσα, Πανάχραντη, Δέσποινα, Θεοτόκο, Θεοτίμητη, Καταφυγή, Πανίλεη, Παυσίπονη, Πονολύτρια, Πλατυτέρα, Άχραντη, Αμόλυντη, Κεχαριτωμένη, Ρόδο Αμάραντο, Ρόδο θείο, Βασίλισσα των Ουρανών, Δρόσο Ουρανία, Θεοδόχο Κιβωτό, Θεόβρυτη Πηγή, Λυχνία θείου Φέγγους, Φιλανθρωπίας Πέλαγος, Άξιον Εστί και πολλά άλλα.

Της έκτισαν, επίσης, και ναούς και την ονόμασαν μεταξύ άλλων και Γιάτρισσα, Ελεούσα, Σκέπη, Παμμακάριστο, Οδηγήτρια, Σωτήρα, Ευαγγελίστρια, Φανερωμένη, Γοργοεπήκοη, Γρηγορούσα, Ζωοδόχο, Παρηγορήτισσα, καθώς και με πολλές άλλες παρεμφερείς ονομασίες.

Ναός, όμως, της Αγίας Απάντας, που αποτελεί προσωνυμία της Παναγίας, υπάρχει μόνο στο Τροβάτο.

Η ονομασία, μάλιστα, αυτή φανερώνει περίτρανα ότι ο λαός μας διαθέτει μεγάλη γλωσσοπλαστική και ονοματοποιητική δύναμη. H δύναμή του αυτή φανερώνεται ιδίως όταν είναι κυριευμένος από συναισθήματα ευγνωμοσύνης για την αίσια έκβαση κάποιου προοιωνιζόμενου κακού συμβάντος.  Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της καθιέρωσης του Θεοτοκωνύμιου  

«Αγία Απάντα».

Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή:
Στο ΒΔ μέρος του συνοικισμού των Αγίων Θεοδώρων (Απάνω Μαχαλά) βρίσκεται ναΐσκος αφιερωμένος στην Αγία Απάντα, ονομασία που αποτελεί προσωνύμιο της Παναγίας, που της αποδόθηκε από τους Τροβατιανούς, όταν τους έσωσε από βέβαιη καταστροφή.
Ο σημερινός ναΐσκος είναι των μέσων του 20ου αιώνα και είναι κτισμένος πάνω σε ερείπια μιας παλαιότερης εκκλησίας που από τους Τροβατιανούς ονομαζόταν Αγία Απάντα ή και (Αγιαπάντα).

Το παλαιότερο εκκλησάκι της Αγίας Απάντας έχει την ιστορία του, που περισσότερο βασίζεται στην παράδοση, το πολύτιμο αυτό θησαυροφυλάκιο του παρελθόντος. Λένε πως κάποια νύχτα, πριν πολλά χρόνια, μία μπάλα χιονιού, τεράστιων διαστάσεων, ξέκοψε από το βουνό, και πιο συγκεκριμένα από την Τσουκασιάκα, και ισοπέδωσε τον Απάνω Μαχαλά. Έντρομοι οι κάτοικοι των άλλων συνοικισμών έτρεξαν στον Απάνω Μαχαλά να δουν τι έγινε και να βοηθήσουν τους συγχωριανούς τους. Δυστυχώς δεν είχε σωθεί κανείς άνθρωπος και κανένα ζώο. Το μόνο ζώο που είχε επιζήσει ήταν ένας κόκορας που ακούστηκε να λαλεί απέναντι από τον Απάνω Μαχαλά, στη θέση Κεραμίδι. Εκεί φαίνεται ότι τον είχε μεταφέρει η μπάλα του χιονιού, χωρίς να μπορεί κάποιος να δώσει πειστική εξήγηση πώς έγινε αυτό. Ο Μαχαλάς ξαναχτίστηκε, αλλά οι κάτοικοι διατηρούσαν στη μνήμη τους, μέσα από τις αφηγήσεις, τη βιβλική καταστροφή που είχε υποστεί ο Μαχαλάς τους.

Έπειτα από πολλά χρόνια, κάποια μέρα ενός χειμώνα, που είχε πέσει πολύ χιόνι στο  Τροβάτο, οι χωριανοί άκουσαν μια βοή τρομακτική και όλοι, έντρομοι, βγήκαν από τα σπίτια τους και, στρέφοντας τα μάτια τους προς το μέρος από το οποίο ερχόταν η τρομακτική βοή, είδαν να έχει ξεκόψει από την Τσουκασιάκα τεράστια μπάλα χιονιού, να μετασχηματίζεται πολύ γρήγορα σε μια τεράστια χιονοστιβάδα και να κατευθύνεται προς το συνοικισμό των Αγίων Θεοδώρων. Τρόμαξαν οι κάτοικοι και άρχισαν να προσεύχονται και να βγάζουν φωνές απόγνωσης, γιατί έβλεπαν ότι το κακό ήταν αναπόφευκτο. Την ώρα όμως εκείνη, που η τεράστια χιονοστιβάδα πλησίαζε στο συνοικισμό και η καταστροφή του φαινόταν βέβαιη, είδαν έκπληκτοι στο επάνω μέρος του συνοικισμού μια γυναίκα να σηκώνει τα χέρια της και να σταματά την τεράστια χιονοστιβάδα, λίγο πριν μπει στο χωριό και το ισοπεδώσει.
Οι κάτοικοι κατάπληκτοι για την απρόσμενη σωτηρία τους απέδωσαν το θαύμα στην Παναγία, που στην πιο κρίσιμη στιγμή στάθηκε εκεί στην άκρη του χωριού και  τους προστάτευσε, τους έσωσε από την καταστροφή, «απάντησε» το κακό και γι’ αυτό την επονόμασαν Παναγία Απάντα.

Στο μέρος εκείνο έκτισαν ένα εκκλησάκι που οι χωριανοί το αφιέρωσαν στην Αγία Απάντα.
Η λαϊκή επονομασία Αγία Απάντα ερμηνεύεται ως Προστάτιδα, Σωτήρα (αρχ. Σώτειρα), και οι ντόπιοι, βέβαια, με τη λέξη αυτή εννοούσαν την Παναγία. Στην περιοχή μας το ρήμα απαντάω–απαντώ, από το οποίο παράγεται η λέξη Απάντα,  χρησιμοποιείται μεν με την έννοια του δίνω απάντηση, αποκρίνομαι, συναντώ, ανταμώνω, αλλά και στην τοπική μας διάλεκτο, στην ντοπιολαλιά μας, χρησιμοποιείται και με την έννοια του προστατεύω, διαφυλάσσω, εμποδίζω, απομακρύνω.

Στο μέρος αυτό, όπου ήταν – κατά την παράδοση – ο πρώτος ναός της  Αγίας Απάντας, κτίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα το σημερινό μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο και πάλι στην Αγία Απάντα, ονομασία, που, όπως προανέφερα, αποτελεί προσωνυμία της Παναγίας.
Το ταπεινό αυτό εκκλησάκι της Αγίας Απάντας διατηρεί στη μνήμη των Τροβατιανών τον απόηχο της παράδοσης και στέκεται εκεί αδιάψευστος μάρτυρας του θαύματος και της σωτηρίας του Απάνω Μαχαλά (Αγίων Θεοδώρων) από την Αγία Απάντα (Παναγία), πριν από δύο και πλέον αιώνες.
Μερικοί, μάλιστα, χωριανοί, κατά καιρούς, μιλώντας για το ναΐσκο της Αγίας Απάντας, τον συνέχεαν με τους Άγιους Πάντες. Επρόκειτο, βέβαια, για ακουστική σύγχυση ή παραφθορά της λέξης Αγια–Απάντα, που επήλθε με την πάροδο του χρόνου.

Ο ανώνυμος λαός έχει το δικό του τρόπο σκέψης και το δικό του τρόπο έκφρασης, που δεν υπακούει σε κανόνες και θεωρίες που φτιάχνονται σε γραφεία διανοουμένων και υπαγορεύονται από σπουδασμένους. Ο λαός μιλάει με την ψυχή του και την καρδιά του και εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του αυθόρμητα, απλά και ανεπιτήδευτα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Αγίας Απάντας του Τροβάτου. Ο γλωσσοπλάστης Τροβατιανός λαός πρόσθεσε στις πάμπολλες μία ακόμη προσωνυμία της Παναγίας, που δεν τη βρίσκουμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο Τροβάτο.

Από το βιβλίο «ΤΟ ΤΡΟΒΑΤΟ ΑΓΡΑΦΩΝ» του Παναγιώτη Σαλαγιάννη

Ο Άγιος Δημήτριος είναι η πιο παλιά από τις σωζόμενες εκκλησίες του Τροβάτου. Είναι μεγάλος ναός τρίκογχος σταυροειδής εγγεγραμμένος που στεγάζεται με τρουλοκαμάρα και έχει στα δυτικά ευρύχωρη λιτή (εσωτερικό νάρθηκα). Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο είναι συνεπτυγμένου αθωνίτικου τύπου. Πιθανότατα ήταν και η πρώτη εκκλησία που κτίστηκε όταν πρώτο ιδρύθηκε το χωριό.  Αν υποθέσουμε ότι το Τροβάτο ιδρύθηκε κατά την περίοδο της Ύστερης Βυζαντινής εποχής (12ο – 15ο αιώνα), πρέπει να συμπεράνουμε ότι τότε ιδρύθηκε και το πρώτο κτίσμα του Αγίου Δημητρίου.

Δεν έχουμε πληροφορίες για το πότε κτίστηκε το πρώτο εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου. Η παράδοση αναφέρει ότι κτίστηκε λίγο πριν πέσει η Πόλη, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, στους Τούρκους και γι’ αυτό ίσως κατά την ανακατασκευή του ναού τοποθετήθηκε στο δυτικό μέρος της εκκλησίας μαρμάρινη πλάκα στην οποία αναγράφεται ότι ο “ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΡΟΒΑΤΟΥ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ 1450” Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η παράδοση είναι αληθινή, αλλά την πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη σημερινή εκκλησία την έχουμε από την επιγραφή, που υπάρχει στο βημόθυρο που αναφέρει ότι ο ναός Ανηγέρθη και ανιστορήθη … το έτος 1611.

Ο Άγιος Δημήτριος είναι η πιο παλιά από τις σωζόμενες εκκλησίες του Τροβάτου. Είναι μεγάλος ναός τρίκογχος σταυροειδής εγγεγραμμένος, που στεγάζεται με τρουλοκαμάρα και έχει στα δυτικά ευρύχωρη λιτή. Το αρχιτεκτονικό του σχέδιο είναι συνοπτικού αθωνίτικου τύπου. Έκτοτε βέβαια έγιναν και άλλες επισκευές και τροποποποιήσεις. Σήμερα ο ναός έχει επίχρισμα με τσιμέντο εξωτερικά. Στο εσωτερικό είναι ασβεστωμένος και το συνεργείο της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, που το 1983 επισκέφτηκε το ναό, δε διαπίστωσε τοιχογραφίες. Ωστόσο εκτιμώ ότι ο ναός είχε αγιογραφηθεί, αλλά με τον καιρό επήλθαν τέτοιες μεταβολές στο εσωτερικό του, ώστε το συνεργείο να μην διαπίστωσε τοιχογραφίες. Οδηγούμε στο συμπέρασμα αυτό από την κτητορική επιγραφή που αναφέρει ότι ο ναός “ανηγέρθη και ανιστορήθη…”, αλλά και από την ομολογία του παπα-Πέτρου Νταλλή ότι, όταν κάποτε επισκεύαζαν το γυναικωνίτη, είχαν δει απομεινάρια τοιχογραφιών, τα οποία βέβαια οι μάστοροι απέξυσαν!!.

Το Τέμπλο της εκκλησίας ήταν γνωστό ως δείγμα άριστης ξυλογλυπτικής τέχνης. Παλαιότερα η εκκλησία διέθετε πολλές βυζαντινές εικόνες. Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου υπάρχει ένας επαργυρωμένος σταυρός βυζαντινής ξυλογλυπτικής με σκαλισμένες εικόνες της Καινής Διαθήκης. Επίσης, ο Σταυρός φέρει αφιέρωση κάποιου “Δρούγκα, έτος 1615″.Το κάλυμμα του Τίμιου Σταυρού, όπως αναγράφεται στη βάση του, έγινε “τη επιμελεία” του παπα-Γιάννη Νταλλή (1863), ιερέα τότε του Τροβάτου.

Ο Σταυρός αυτός ονομάζεται από τους Τροβατιανούς Τίμιος Σταυρός. Θεωρείται ιερό κειμήλιο και ετιμάτο και τιμάται ιδιαίτερα από τους χωριανούς μας, είναι ο Προστάτης μας και αποτελεί θα λέγαμε την “Απαντοχή” και την ελπίδα μας στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Για τον Τίμιο Σταυρό υπάρχει πλούσια παράδοση, που φανερώνει την επίδραση που ασκούσε και ασκεί το ιερό αυτό κειμήλιο στην ψυχοσύνθεση των Τροβατιανών. Αναφέρω χαρακτηριστικές περιπτώσεις, βασισμένος στην παράδοση, το πολύτιμο αυτό θησαυροφυλάκιο, που από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά διαφυλάσσει τις πολύτιμες αξίες του παρελθόντος και αποτελεί τον ομφάλιο λώρο, ο οποίος συνδέει το χθες με το σήμερα.
Η παράδοση, λοιπόν, αναφέρει πως ο Δρούγκας έγινε μάρτυρας πολλών εξωλογικών φαινομένων, και γι’ αυτό τον θεώρησε θαυματουργό και “ηγιασμένον” και τον αφιέρωσε στον Άγιο Δημήτριο.
Κατά την παράδοση ο Τίμιος Σταυρός αρχικά ανήκε σε κάποιον θεοσεβή Τροβατιανό ονομαζόμενο Καλογεράκη, ο οποίος είχε επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, περί τα μέσα του 14ου αιώνα (1350 μ.Χ.) και έγινε Χατζής, δηλαδή Προσκυνητής των Αγίων Τόπων. Από τους Αγίους Τόπους επιστρέφοντας στο Τροβάτο έφερε μαζί του τον Τίμιο Σταυρό, που ήταν ένας από τους επτά, που είχαν κατασκευαστεί εκεί και καθένας είχε ενσωματωμένο μικρό κομμάτι από το ξύλο του Τίμιου Σταυρού, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Ο Τίμιος Σταυρός, που έφερε ο Καλογεράκης από τους Αγίους Τόπους, φυλασσόταν αρχικά στο σπίτι του και κληρονονούνταν από πατέρα σε γιο. Τελικά, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, κάποιος μοναχός Καλογεράκης αφιέρωσε τον Τίμιο Σταυρό στο ναΰδριο της Γέννησης του Σωτήρος, που υπήρχε πολύ παλιά στο Τροβάτο και στη θέση του οποίου στις μέρες μας ο παπα-Πέτρος Νταλλής, με τη βοήθεια των Τροβατιανών, έχτισε καινούριο εκκλησάκι του Σωτήρος, το 1990…

Κανείς, βέβαια, δεν ξέρει ακριβώς πώς ο Τίμιος Σταυρός έφτασε στα χέρια κάποιου ευσεβούς Δρούγκα, ο οποίος, επειδή παρατήρησε να συμβαίνουν πολλά εξωλογικά φαινομένα, το 1615 τον αφιέρωσε στον Άγιο Δημήτριο.

Μεταξύ των άλλων πιστευόταν και πιστεύεται ότι με τη βοήθεια του Τίμιου Σταυρού θεραπεύονταν άτομα από βαριές ασθένειες και ειδικότερα άτομα που έπασχαν από ψυχικές ασθένειες. Επίσης, όταν σε κάποια στάνη έπεφτε αρρώστια και ψοφούσαν τα πρόβατα ή τα γίδια, η αρρώστια σταματούσε με την “παράκληση” που έκανε ο ιερέας έχοντας τον Τίμιο Σταυρό μαζί του. Τέτοιες “παρακλήσεις” έκαναν πολλές στην περιοχή μας τόσο ο παπα – Γιώργης Νταλλής, όσο και ο γιος του, ο παπα – Πέτρος Νταλλής. Ακόμη, προστατεύονταν άτομα και ποίμνια από ακραία φυσικά φαινόμενα. Η παράδοση αναφέρει ότι, όταν επικρατούσε φοβερή καταιγίδα σε κάποιον τόπο, στο μέρος που ήταν ο Τίμιος Σταυρός τα φυσικά φαινόμενα εξελίσσονταν ηπιότερα.

Πιστευόταν και πιστεύεται, όπως είπαμε, ότι ο επαργυρωμένος ξυλόγλυπτος σταυρός εμπεριέχει ενσωματωμένο μικρό τμήμα από το “τίμιο ξύλο”, δηλαδή από το ξύλο του Σταυρού πάνω στον οποίο μαρτύρησε ο Χριστός, και ότι όποιος μπορεί να έχει, έστω και ένα “αγκιδάκι”, δηλαδή ένα ελάχιστο τμήμα του “Τίμιου” αυτού “ξύλου”, προστατεύεται από οποιοδήποτε κακό, ακόμη και από σφαίρα.
Αυτό έχοντας υπόψη τους κάποτε οι κλέφτες της περιοχής μας, έκλεψαν ένα βράδυ τον Τίμιο Σταυρό. Πήγαν προς το μέρος της Κοτρώνας (περιοχή του Τροβάτου, στο δρόμο προς το Πετρίλο) και εκεί κοιμήθηκαν. Σκοπός τους ήταν, το πρωί που θα ξυπνούσαν, να έβγαζαν το “Τίμιο ξύλο”, να έπαιρναν από ένα μικρό κομματάκι και έτσι να μην κινδυνεύουν να σκοτωθούν από εχθρικό βόλι.
Τα χαράματα ξύπνησαν και θέλησαν να φύγουν από τη θέση αυτή, που βρισκόταν δίπλα στο δρόμο, και να μετακινηθούν σε άλλο ασφαλέστερο μέρος όπου και θα πραγματοποιούσαν το σκοπό τους. Όταν όμως προσπάθησαν να σηκώσουν και να πάρουν μαζί τους τον Τίμιο Σταυρό, διαπίστωσαν ότι αυτός ήταν τόσο βαρύς που δεν μπορούσαν όλοι μαζί να τον μετακινήσουν από τη θέση του. Τότε κατάλαβαν ότι πρόκειται περί θείου μηνύματος και μετανιωμένοι γονάτισαν και τον προσκύνησαν, παρακάλεσαν το Θεό να τους συγχωρήσει για την άνομη σκέψη και πράξη τους και τον πήραν και τον τοποθέτησαν ξανά στη θέση του, στον Άγιο Δημήτριο.
Όταν στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για κλέφτες, δεν εννοούμε τους γνωστούς από την εθνική μας ιστορία κλέφτες, που έρχονταν σε σύγκρουση με τους Τούρκους και προάσπιζαν τους καταπιεσμένους Έλληνες. Οι προαναφερθέντες “κλέφτες” δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εκβιαστές και ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή. Από διασταύρωση μάλιστα πληροφοριών καταλήγω στην εκτίμηση πως τον Τίμιο Σταυρό τον είχαν κλέψει οι ληστές Κλεφτογιάννης και Καραούλης με τα πρωτοπαλίκαρά τους. Το γεγονός πρέπει να συνέβη περί το 1870, γιατί την εποχή εκείνη οι δυο παραπάνω ληστές δραστηριοποιούνταν στην περιοχή μας και είχαν μάλιστα ως ορμητήριο το μοναστήρι της Παναγίας στο Τροβάτο.

Η φήμη ότι στον Τίμιο Σταυρό υπήρχε μικρό κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο και όποιος είχε μαζί του μια μικρή αγκίδα δεν τον πετύχαινε βόλι ήταν, όπως προανέφερα, πολύ διαδεδομένη. Διαδεδομένο όμως και πασίγνωστο ήταν και το περιστατικό με τους κλέφτες και τον Τίμιο Σταυρό. Παρόλα αυτά πάντα υπήρχε η σκέψη στους κλέφτες, στους καπεταναίους και σε άλλους φυγόδικους μήπως μπορούσαν με κάποιο τρόπο να αποσπάσουν ένα μικρό κομματάκι από το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού. Ο πατέρας μου, μάλιστα, μου είχε αφηγηθεί μια συζήτηση που είχε με τον καπετάνιο Κίτσιο Κορόζη την οποία και καταγράφω:

” Ο καπετάνιος Κίτσιος Κορόζης μου είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Μια μέρα, καθώς συζητούσαμε, με ρώτησε αν έπρεπε να πάρει τον Τίμιο Σταυρό και να αφαιρέσει το Τίμιο ξύλο από μέσα, για να τον προστατεύει στις κακές στιγμές. Καταδιωκόταν τον καιρό εκείνο από την Αστυνομία και τα Αποσπάσματα. Εγώ, όταν το άκουσα αυτό, ταράχτηκα και του απάντησα ότι αυτή την ενέργεια όχι μόνο δεν πρέπει να την κάνει,αλλά ούτε και να τη σκέπτεται. Και ο Κορόζης, αφού έμεινε για λίγο σκεπτικός μου απάντησε: Βασίλη, έχεις δίκιο. Η σκέψη αυτή με βασάνιζε πολύ καιρό, αλλά τώρα καταλαβαίνω και εγώ ότι δεν πρέπει να με απασχολεί. Δεν πρέπει να τα βάζουμε με τ’ Άγια”. Αναφέρω τη συζήτηση αυτή, γιατί επιβεβαιώνει περίτρανα την επιρροή που ανέκαθεν ασκούσε ο Τίμιος Σταυρός σε όλα ανεξαιρέτως τα άτομα.

Παρόμοιες, κατά την παράδοση, προσπάθειες για την κλοπή του Τίμιου Σταυρού και αφαίρεση του Τίμιου Ξύλου, όπως αυτή των κλεφτών Κλεφτογιάννη και Καραούλη, είχαν γίνει επανειλημμένα και παλαιότερα, όταν ο Τίμιος Σταυρός βρισκόταν στα χέρια των Καλογεράκηδων, αλλά όλες είχαν αποτραπεί από συμβάντα που φανέρωναν τη θαυματουργή δύναμη του Σταυρού. Κάθε φορά δηλαδή που τον έκλεβαν και προσπαθούσαν να τον ανοίξουν και να πάρουν το Τίμιο Ξύλο, ο Σταυρός γινόταν ασήκωτος.

Η γιορτή της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, είχε και έχει ιδιαίτερη σημασία για όλους τους κατοίκους του χωριού, δεδομένου ότι ο Τίμιος Σταυρός, όπως προανέφερα, είναι ο Προστάτης του χωριού. Παλαιότερα, μάλιστα, η γιορτή, ειδικότερα για τους τσελιγκάδες και τους κτηνοτρόφους, ήταν μια ξεχωριστή γιορτή. Ο εορτασμός γινόταν λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν με τα κοπάδια τους για τα χειμαδιά και επιζητούσαν τη Χάρη και τη Βοήθειά του, για να έχουν καλή παραμονή στον τόπο που θα πήγαιναν και με τη δική του Χάρη να επιστρέψουν την άνοιξη πάλι στον τόπο τους σώοι και αβλαβείς.

Διατηρώ ακόμη ανεξίτηλη στην παιδική μου μνήμη τη χαρακτηριστική στιγμή που οι ξωμάχοι άντρες προσέρχονταν να προσκυνήσουν και να “ασπαστούν” τον Τίμιο Σταυρό. Η έκφρασή τους ήταν παρακλητική και ο “ασπασμός” του Τιμίου Σταυρού ήταν γι’ αυτούς η υπέρτατη στιγμή κατά την οποία ζητούσαν να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους, ν’ απαλλαγούν από τις ενοχές τους, να αναβαπτισθούν και να απαλύνουν τις τύψεις της συνείδησής τους για ό,τι κακό έκαναν. Η στιγμή αυτή ήταν γι’ αυτούς στιγμή αυτοκριτικής, αυτοελέγχου, μετάνοιας και εξιλέωσης. Η βαθιά τους πίστη στην ιερότητα του Τιμίου Σταυρού μετέτρεπε τους σκληροτράχηλους ξωμάχους σε ταπεινούς προσκυνητές.

Σήμερα, αναπολώντας τις στιγμές της εποχής εκείνης οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι στους Τροβατιανούς συνυπήρχε η σκληρότητα με την ευαισθησία και η αμφισβήτηση με την πίστη, όσο αντιφατικό και αν φαίνεται αυτό. Η φύση και οι συνθήκες ζωής τούς διαμόρφωναν σκληρό χαρακτήρα, αλλά στο βάθος της ψυχής τους υπήρχε πάντα, ως κύριο συστατικό τους, η λεβεντιά, η ανθρωπιά και, κυρίως, η θρησκευτική πίστη.

Ένα πάλι χαρακτηριστικό γεγονός που έχω συγκρατήσει από την εποχή εκείνη είναι και το εξής: Η γιαγιά μου, -όπως βέβαια και οι άλλες γυναίκες-, για να έχουν οι άντρες, που θα πήγαιναν τη μέρα του Σταυρού στην εκκλησία, καθαρά και βαμμένα παπούτσια, εφάρμοζε τον εξής τρόπο βαφής των παπουτσιών: Έτριβε κάρβουνα και πρόσθετε στη σκόνη του κάρβουνου και λίγο λάδι. Ανακάτευε καλά τα υλικά αυτά και με ένα πανάκι έβαφε με το μείγμα αυτό τα παπούτσια. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Τα παπούτσια γίνονταν κατάμαυρα και τόσο γυαλιστερά, που και ο καλύτερος επαγγελματίας στιλβωτής δε θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα. Και αυτό γινόταν κυρίως για τη μέρα αυτή, που ήταν για τους Τροβατιανούς κορυφαία θρησκευτική γιορτή.

Ο Άγιος Δημήτριος συνδέεται και με την πρόσφατη Ιστορία της πατρίδας μας και ιδιαίτερα με την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Από τον Αύγουστο του 1944 μέχρι τη 10η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους η εκκλησία φιλοξένησε το Παιδαγωγικό Φροντιστήριο της Στερέας (Καρπενησίου) της Π.Ε.Ε.Α.(Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Στο χώρο της αυλής της εκκλησίας ορκίστηκαν και πήραν τα πτυχία τους οι πρώτοι δάσκαλοι της Ελεύθερης Ελλάδας, οι απόφοιτοι του Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου. Και από εκεί ξεκίνησαν οι νεαροί πρώτοι δάσκαλοι του Ελληνικού Λαού “να πλάσουν χαρακτήρες, ευγενική ψυχή και γερή καρδιά στα Ελληνόπουλα”.

Στις μέρες μας ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τροβατιανών, κάθε χρόνο, τη μέρα της Ύψωσης Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις και προσφέρει νηστίσιμα φαγητά στους προσκυνητές του Τιμίου Σταυρού.

Το καλοκαίρι του 1986 απόφοιτοι του Παιδαγωγικού Φροντιστηρίου, με επικεφαλής το Χάρη Σακελλαρίου, εντοίχισαν στην πρόσοψη της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου αναμνηστική πλάκα στην οποία έγραψαν τα εξής: ” ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-44 – ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ – ΣΤΕΓΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ – ΤΟ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ – ΣΤΕΡΕΑΣ – ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ ΤΗΣ Π.Ε.Ε.Α. – ΤΟ 1944 ”

Είναι γεγονός πως το χωριό μας, το Τροβάτο Ευρυτανίας, είναι ελάχιστα γνωστό. Θα κυριολεκτούσαμε, αν λέγαμε, πως την όποια αναφορά του σ’ αυτό την οφείλει στο ιστορικό μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου ή Της Παναγίας, όπως μας είναι γνωστό. Ο σημερινός επισκέπτης αντικρίζει ένα επισκευασμένο μοναστήρι….

…Οι αιώνες που πέρασαν από τότε που κτίστηκε, αλλά και η έλλειψη φροντίδας γι’ αυτό το είχαν καταστήσει ετοιμόρροπο. Τα τελευταία χρόνια επισκευάστηκε με τη φροντίδα των χωριανών και του παπα-Πέτρου, αλλά χωρίς ν’ αποφευχθεί η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του. 

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 

Δεν έχουμε, δυστυχώς, σαφείς πληροφορίες ούτε άλλα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε με βεβαιότητα στην ακριβή και αδιαμφισβήτητη χρονολογία ίδρυσής του. Εικάζουμε πως χτίστηκε την τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα και πάντως πριν το 1600 από το λογιότατο ιερομόναχο Αντώνιο, ο οποίος καταγόταν από το Τροβάτο. Το μοναστήρι του οποίου σήμερα σώζεται το καθολικό, είναι μονόχωρος ναός, τρίκογχος με δίρριχτη στέγη, χωρίς τρούλο. Ο Αντώνιος μάς είναι γνωστός, γιατί υπήρξε διδάσκαλος του Ευγένιου Αιτωλού, ο οποίος έφτασε στο μοναστήρι αυτό περί το 1612. Αυτή είναι και η παλιότερη πληροφορία που έχουμε για το μοναστήρι, το οποίο, βέβαια, το 1612 είχε πια αποκτήσει σημαντική φήμη.

Την ίδρυση του μοναστηριού θα πρέπει να τη δούμε ως αποτέλεσμα της προσπάθειας που είχε καταβάλει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο β’ ήμισυ του 16ου αιώνα για τη διάδοση και διδασκαλία των ιερών γραμμάτων. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν και η Σύνοδος που έγινε στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, το 1593, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ιερεμία Β’. Σ’ αυτή τη Σύνοδο τονίσθηκε η ιερή υποχρέωση της εκκλησίας για συνεχή καλλιέργεια της Πίστης και της Παιδείας. Ειδικότερα όρισε “Εκαστον Επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν”.

Μετά τη Σύνοδο αυτή και με την έντονη προτροπή του Πατριαρχείου υπήρξε μια δραστηριοποίηση και ένας οργασμός σ’ όλη τη χώρα σχετικά με την ίδρυση μονών και τη διατήρηση των ιερών γραμμάτων και της χριστιανικής πίστης. Η ανέγερση μοναστηριών ήταν, φυσικά, κυρίαρχη επιδίωξη γιατί μέσα σ’ αυτά θα διατηρούνταν η παράδοση της Φυλής μας και θα συντελούσαν στη διατήρηση και διάδοση της χριστιανικής πίστης.
Πρώτος μοναχός και οικιστής αναμφισβήτητα ήταν ο λογιότατος Αντώνιος που καταγόταν,όπως προανέφερα, από το Τροβάτο. Το μοναστήρι αυτό εξαρχής είχε πολύτιμη και πολύπλευρη προσφορά. Πέρα από την αυτονόητη θρησκευτική του προσφορά, επιτέλεσε και σημαντικό κοινωνικό έργο. Αποτέλεσε καταφυγή για τους αδύνατους και δεινοπαθούντες, καταφύγιο για τους διωκόμενους και κατατρεγμένους από τους Τούρκους Έλληνες, αλλά και σκέπη για όσους ήθελαν ν’ απαλύνουν την ψυχή τους. Εκεί, ακόμη, προσέτρεχαν και οι κάτοικοι της περιοχής Τροβάτου και των περιχώρων κάθε φορά που ήθελαν ν’ αντλήσουν δύναμη, ελπίδα και αισιοδοξία, αλλά και κάθε φορά που ήθελαν να καθησυχάσουν την ένοχη συνείδησή, γιατί αισθάνονταν τον έλεγχό της, για τυχόν παρεκτροπές στην καθημερινή τους ζωή.
Η Μονή, παράλληλα με τη θρησκευτική και κοινωνική της προσφορά, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της ίδρυσής της, λειτουργούσε και ως σχολείο κοινών γραμμάτων αλλά και ευρύτερης παιδείας και διέθετε πλήθος χειρόγραφων βιβλίων, την τύχη των οποίων δε γνωρίζουμε σήμερα. Και σ’ αυτή τη Μονή-Σχολείο, που ήταν και η πρώτη πνευματική εστία, το πρώτο πνευματικό κέντρο όχι μόνο για το Τροβάτο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων την περίοδο αυτή, φοιτούσε μεγάλος αριθμός μαθητών, όχι μόνο από το Τροβάτο αλλά και από τα Βραγγιανά και το Βελισδόνι, καθώς και παιδιά άλλων οικογενειών από ημιορεινές και πεδινές περιοχές, που είχαν συρρεύσει στην περιοχή για ν’ αποφύγουν τα δεινά της τουρκοκρατίας.

Για τον Αντώνιο δεν ξέρουμε ούτε πού σπούδασε ούτε τι σπούδασε. Παλαιότερη πληροφορία γι’ αυτόν έχουμε από τον Αναστάσιο Γόρδιο το Βραγγιανίτη (1654-1729), αγαπημένο μαθητή και συνεχιστή του έργου του Ευγένιου Γιαννούλη. Ο Αναστάσιος Γόρδιος αναφέρει ότι ο Αντώνιος “ο εκ Τροβάτου” ήταν ο πρώτος αξιόλογος διδάσκαλος του Γιαννούλη. Ειδικότερα, στη βιογραφία του Ευγένιου Γιαννούλη, ο Γόρδιος αναφέρει ότι, όταν ο σοφός δάσκαλος του ήταν 15 ετών, επειδή η μητρυιά του “χαλεπώς προς αυτόν εφέρετο” έφυγε κρυφά από το πατρικό του σπίτι και πήγε στη μονή Βλοχού, για ν’ ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Από τη μονή Βλοχού τον παρέλαβε ο ιερομόναχος Αρσένιος, ο εξ Αγράφων, και μαζί έφτασαν στη μονή της Παναγίας Τροβάτου. Στη μονή αυτή βρήκε ο Ευγένιος δυο αξιόλογους ιερομόναχους. τον Αντώνιο από το Τροβάτο και τον Βαρθολομαίο από κάποιο χωριό Αισώπου Νίκη του Αιτωλικού. Οι δυο ιερομόναχοι είχαν μεγάλη φήμη τόσο για την πνευματική τους καλλιέργεια, όσο και για την καλοσύνη τους. Ο Ευγένιος, φιλομαθής όπως ήταν, κοντά στον Αντώνιο έμαθε τα πρώτα γράμματα, την εκκλησιαστική τάξη και τη βυζαντινή μουσική.

Ο Γιαννούλης παρέμεινε στη μονή της Παναγίας Τροβάτου από το 1612 ως το τέλος του 1618. Το 1616 πήγε στο μοναστήρι της Τατάρνας για λίγο, χειροτονήθηκε διάκονος και επανήλθε στη μονή της Παναγίας. Το 1618 ταξίδεψε με τον Αρσένιο στο Άγιον όρος και το 1619 επανήλθε αμέσως στη μονή της Παναγίας Τροβάτου, μετά την πληροφόρησή του ότι ο Αρσένιος σφάχτηκε από Άραβες πειρατές, και το ίδιο έτος μαζί με τον Αντώνιο και το Βαρθολομαίο έφυγαν για το θεοβάδιστον όρος Σινά και τους Αγίους Τόπους. Στα τέλη του 1622 ή αρχές του 1623 ο Γιαννούλης επανήλθε στο μοναστήρι. Το 1624 έφυγε για σπουδές στη Σχολή των Ελληνικών Γραμμάτων στα Τρίκαλα και περί το τέλος του 1625 επανήλθε στη μονή κοντά στους αγαπημένους του δασκάλους. Έφυγε ύστερα, με την ενθάρρυνση του Αντωνίου και Βαρθολομαίου, για σπουδές στην Κεφαλλονιά, κοντά στον πολύ Παΐσιο Μεταξά, πιθανότατα το 1628 και από εκεί συνέχισε την υπόλοιπη λαμπρή σταδιοδρομία του.
Ο Ευγένιος Γιαννούλης έφυγε από τη μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Τροβάτου σε ηλικία άνω των τριάντα ετών, ενώ είχε πρωτοέλθει στη μονή σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Επομένως, ο Ευγένιος Γιαννούλης στη μονή Τροβάτου “γράμμασι επαιδεύετο” και εκεί πέρασε εκείνα τα χρόνια της ζωής του που ήταν τα προσφορότερα για αφομοίωση και μάθηση* εκείνα τα χρόνια της ζωής του που οι προσλαμβάνουσες ικανότητες για μάθηση βρίσκονταν στην καλύτερή τους ώρα, στην κορύφωσή τους. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι στη μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Τροβάτου ο Ευγένιος Γιαννούλης απέκτησε το ουσιαστικό πνευματικό του υπόβαθρο και ότι στη μονή αυτή διαμόρφωσε το χαρακτήρα του και σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του.
Για τον Αντώνιο γνωρίζουμε ακόμη πως με δαπάνη του αγιογραφήθηκε ο ναός. Σήμερα σώζονται λίγες τοιχογραφίες. Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες του βόρειου τοίχου έχουν καταστραφεί από την άστοχη ανθρώπινη παρέμβαση. Έχουν αποξεστεί οι περισσότερες αγιογραφίες του βόρειου τοίχου και το μέρος έχει καλυφτεί με τσιμέντο. Η αγιογράφηση ήταν βυζαντινότροπη και οι τοιχογραφίες είχαν ως θέματα: α} Τη γέννηση της Θεοτόκου, β} Τον Ιησού δωδεκαετή στο ναό, γ) Την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, δ} Την κοίμηση της Θεοτόκου, ε) Το Μυστικό Δείπνο, στ) την Πεντηκοστή, ζ) την Άκρα Ταπείνωση η) τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο, θ) τον Άγιο Ιάκωβο, ι) τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ια) τον Άγιο Βασίλειο τον Ουρανοφάντορα κ.ά.π. Η αγιογράφηση ήταν έργο των αγιογράφων Ιωάννου και ετέρου Ιωάννου, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχει σχέση διδασκάλου και μαθητή, και έγινε το 1644, όπως πληροφορεί η κτητορική επιγραφή του ναού που υπάρχει πάνω από την δυτική είσοδο του ναού. Έχει δε ως εξής:

[ΙΣΤΟΡ]ΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙ(ΑΣ) ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙ(ΑΣ) [ΔΙΑ] ΔΑΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ [ΚΑΙ] ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΚΥΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΙΕΡ(ΟΜΟΝΑ)ΧΟΥ [ΠΑΤ]ΡΙΑΡΧΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΥΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΚΥΡΟΥ ΕΥΘΥΜ(ΙΟΥ) Σεπ/μβρίου κε. Δια χειρός ημών Ιωάννου κ(αι) ετέρου Ιωάννου έτη από θεογονίας ΄αχμδ.
Το μοναστήρι συνέχισε τη δημιουργική του δράση όλο το 17ο αιώνα. Οπωσδήποτε πρέπει να συμπεράνουμε πως άρχισε να περιορίζεται η προσέλευση των μοναχών και να περιορίζεται, επομένως, και η φήμη του μοναστηριού, όταν άρχισε ν’ αναπτύσσεται το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά, και πολύ περισσότερο, όταν εγκαταστάθηκε σ’ αυτό ο Ευγένιος Γιαννούλης, το 1662, και ιδρύθηκε η μεγάλη Σχολή, “Το Ελληνομουσείον των Αγράφων” στο οποίο δίδαξε ο Γιαννούλης μέχρι το 1673. Η φήμη της Σχολής αυτής των Βραγγιανών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε η προσέλευση μαθητών ήταν εντυπωσιακά μεγάλη. Η φήμη της μάλιστα συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Γόρδιου το 1729 και ως τα Ορλωφικά.
Είναι φυσικό η φήμη της μονής της Παναγίας Τροβάτου να επισκιαστεί από την ακτινοβολία του ” Ελληνομουσείου των Αγράφων”. Εξάλλου η απόσταση μεταξύ των δύο μονών δεν ήταν μεγάλη και ήταν επόμενο η υπερβολική ανάπτυξη της μιας να επηρεάσει αρνητικά τη δραστηριότητα της άλλης.
Η προσφορά του μοναστηριού δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στον πρωταρχικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός από τους μεγαλύτερους και σοφότερους διδασκάλους, του Ευγένιου Γιαννούλη, ο οποίος τόσα πρόσφερε στο υπόδουλο έθνος, αλλά επιβάλλεται να τονιστεί ιδιαίτερα η προσφορά του μοναστηριού της Παναγίας στους κατοίκους της περιοχής σε εκείνους τους δύσκολους χρόνους της δουλείας του Έθνους. Αποτέλεσε καταφύγιο πιστών και κιβωτό για τη διάσωση και διάδοση της χριστιανικής πίστης. Ακόμα υπήρξε ο θεματοφύλακας των παραδόσεων του έθνους μας και θέρμαινε την ελπίδα της απελευθέρωσης της πατρίδας στους ορεσίβιους κατοίκους της περιοχής. Οι ίδιοι, βέβαια, δε ζούσαν την έντονη καταπίεση των Τούρκων, γιατί δεν πατούσε εύκολα Τούρκος εκεί, αλλά η υπόλοιπη Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
Στο χώρο αυτό κάθε 15η Αυγούστου, στη γιορτή της Παναγίας, αντάμωναν οι Τροβατιανοί, αλλά και άλλοι κάτοικοι των γύρω περιοχών και εκεί ζωντάνευαν τα όνειρα για Λευτεριά και Ανεξαρτησία. Η μονή ήταν το λίκνο που γαλήνευε τις ψυχές των κατοίκων και τους γαλουχούσε με τις υψηλές αξίες της Φυλής μας. Και όταν ήρθε η πολυπόθητη Λευτεριά, μα και σήμερα ακόμη, το μοναστήρι συνέχισε και συνεχίζει να αποτελεί τόπο προσκυνήματος και ανταμώματος των Τροβατιανών κάθε 15η Αυγούστου που γιορτάζει η Μεγαλόχαρη.
Η μονή αυτή “ένθα τον ασκητικόν δίαυλον ιερά και θαυμασία τις διήνυε ξυνωρίς Αντώνιος και Βαρθολομαίος”, που φιλοξένησε τον περίφημο Ευγένιο Γιαννούλη, αλλά και που θέρμαινε τις ψυχές των προγόνων μας, πρέπει ν’ αποτελεί για μας όχι μόνο τόπο προσκυνήματος, αλλά και τόπο μνήμης και εθνικής αναβάπτισης.
Σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας, το ζωντανό και εύγλωττο αυτό μνημείο της Ιστορίας μας, χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας και επιβάλλεται να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ν’ αποκαλυφτεί, ν’ αποκατασταθεί και να συντηρηθεί η ιστόρηση (αγιογράφηση) του ναού, και να ληφθούν μέτρα, ώστε να διατηρηθεί εφεξής αναλλοίωτο τόσο από την άστοχη ανθρώπινη επέμβαση, όσο και από τον πανδομάτορα χρόνο* το οφείλουμε στην Ιστορία μας* το οφείλουμε στις επερχόμενες γενιές.
Ιδιαίτερα το Υπουργείο Πολιτισμού, μέσω των υπηρεσιών του, οφείλει να αναλάβει, με γενναία χρηματοδότηση και επιστημονική συνδρομή, τη συντήρηση και ανάδειξη του μοναστηριού.

γράφει ο Παναγιώτης Β. Σαλαγιάννης

Από το βιβλίο του Παναγιώτη Β. Σαλαγιάννη:
“Το Τροβάτο Αγράφων”

 

Έχει άμεση οπτική επαφή με τον Επάνω Μαχαλά (Άγιοι Θεόδωροι). Πανέμορφος οικισμός ,υποδέχεται τον επισκέπτη, ερχόμενος από τα Τρία Σύνορα. Στην βρύση όπου υπάρχει στην είσοδο του μαχαλά, ο επισκέπτης θα ξαποστάσει πίνοντας το δροσερό και γάργαρο νερό της πέτρινης βρύσης.

Είναι μικρής έκτασης. Βρίσκεται ανάμεσα στον Απάνω και Κάτω Μαχαλά. Η ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους του ,δεν του επέτρεψε την επέκτασή του. Διαθέτει αρκετό πράσινο, γιατί σχεδόν στην άκρη του περνά ένα όμορφο ποτάμι. Στον δρόμο που συνδέει τον Επάνω με τον Κάτω Μαχαλά, κτίστηκε το πρώτο δημόσιο Δημοτικό Σχολείο.